- τάρσιος
- (tarsius filippinensis). Θηλαστικό της οικογένειας των ταρσιδών, της τάξης των προπιθήκων. Ο λεμούριος αυτός, τυπικός εκπρόσωπος του μοναδικού γένους της οικογένειας των ταρσιδών, έχει μήκος λίγο μεγαλύτερο από 40 εκ., 25 από τα οποία ανήκουν στην ουρά· το θηλαστικό αυτό ονομάζεται και φάντασμα εξαιτίας του παράξενου κεφαλιού του, που έχει πολύ μεγάλα και φωσφορίζοντα μάτια. Άλλα χαρακτηριστικά είναι η αξιόλογη ανάπτυξη των πίσω άκρων σε σχέση με τα μπροστινά, το μήκος των ταρσών, τα ενωμένα με συνδετικά τμήματα δάκτυλα και η συλληπτήρια ουρά.
Ο προπίθηκος αυτός, διαδεδομένος στη νοτιοανατολική ζώνη του Αρχιπελάγους των Φιλιππίνων, ζει στην πυκνή ζούγκλα και κατά τις εσπερινές και νυχτερινές ώρες βγαίνει σε αναζήτηση τροφής, η οποία αποτελείται κυρίως από έντομα, αλλά και από αμφίβια και μικρές σαύρες. Σε κάθε τοκετό γεννιέται ένα μόνο μικρό, αρκετά ανεπτυγμένο.
Τάρσιος (tarsius fllippinensis). Τυπικός εκπρόσωπος του μόνου γένους της οικογένειας των Ταρσιδών, είναι γνωστός και ως «φάντασμα» των Φιλιππίνων, εξαιτίας των μεγάλων ματιών του που φωσφορίζουν.
* * *ο, Νζωολ. α) μοναδικό γένος δενδρόβιων προπιθήκων τής οικογένειας ταρσιίδες, στο οποίο ανήκουν 3 είδη, που, σύμφωνα με ορισμένους ειδικούς, συγκροτούν την ξεχωριστή υπόταξη τών πρωτευόντων τάρσιοι ή ταρσιοειδήβ) στον πληθ. οι τάρσιοιάλλη ονομασία για τα ταρσιοειδή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tarsius < νεολατ. tarsius (< ταρσός)].
Dictionary of Greek. 2013.